- καλιγώνω
- μετ. подковывать;
§ αυτός καλιγώνει τον ψύλλο — он и блоху подкуёт, он всё может
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ αυτός καλιγώνει τον ψύλλο — он и блоху подкуёт, он всё может
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλιγώνω — καλιγώνω, καλίγωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλιγώνω — και καλιβώνω (Μ καλιγώνω και καλικώνω) [καλίγι(ον)] πεταλώνω υποζύγια, προσαρμόζω και καρφώνω πέταλο στην οπλή τους νεοελλ. 1. φρ. «καλιγώνει τον ψύλλο» για ανθρώπους ευφυέστατους και πονηρούς που μπορούν να κατορθώσουν και τα ακατόρθωτα 2.… … Dictionary of Greek
καλιγώνω — καλίγωσα, καλιγώθηκα, καλιγωμένος, πεταλώνω: Πρέπει να το καλιγώσεις το άλογο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαλίγωτος — η, ο (και διαλ. ακαλίβωτος, ακαλίκωτος) [καλιγώνω] 1. ο απετάλωτος (για υποζύγιο ή και βόδι), που δεν έχει καλιγωθει 2. ο ξυπόλητος 3. μτφ. (δρόμος) που δεν έχει στρωθεί με πέτρες ή χαλίκια 4. μτφ. αυτός που δεν εξαπατάται, που δεν παγιδεύεται 5 … Dictionary of Greek
καλίγωμα — και καλίβωμα, το [καλιγώνω] πετάλωμα … Dictionary of Greek
καλίγωσις — ή καλίγωση και καλίκωσις ή καλύκωσις, ἡ (Μ) [καλιγώνω] το να φορεί κανείς υποδήματα … Dictionary of Greek
καλιγωτής — και καλιβωτής ο [καλιγώνω] αυτός που έχει ως επάγγελμα να καλιγώνει, πεταλωτής, αλλ. αλμπάνης … Dictionary of Greek
ξεκαλιγώνω — 1. βγάζω τα πέταλα από τα πόδια πεταλωμένου ζώου 2. παθ. ξεκαλιγώνομαι χάνω τα πέταλα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καλιγώνω «πεταλώνω»] … Dictionary of Greek
πεταλώνω — πεταλώ, όω, ΝΑ [πέταλον] 1. προσαρμόζω πέταλα στα πέλματα τών οπλών τών ζώων, καλιγώνω 2. μτφ. βασανίζω, κακοποιώ … Dictionary of Greek